- βιβλιοδέτης
- οθηλ. βιβλιοδέτρια αυτός που επάγγελμά του είναι η βιβλιοδεσία: Είναι ένας από τους καλύτερους βιβλιοδέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιβλιοδέτης — ο (Μ βιβλιοδέτης) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη βιβλιοδεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + δέτης < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοδετείο — το εργαστήριο ή κατάστημα στο οποίο δένονται βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. βιβλιοδετείον μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
βιβλιοδετώ — κάνω βιβλιοδεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
σταχωτής — ο, ΝΜ [σταχῶ, ώνω] βιβλιοδέτης … Dictionary of Greek
Πέιν, Ρότζερ — (Paine). Άγγλος βιβλιοδέτης. Ένας από τους εισηγητές της βιβλιοδετικής τέχνης στη χώρα του. Τα βιβλία που βιβλιοδέτησε είναι σήμερα περιζήτητα από τους συλλέκτες. Τα αξιολογότερα επιτεύγματά του είναι φιλοτεχνημένα σε μαροκινό δέρμα, χρώματος… … Dictionary of Greek
Πλαντέν, Κριστόφ — (Plantin, Σεντ Αβερτέν, Τουρ 1520 – Αμβέρσα 1589). Φλαμανδός τυπογράφος γαλλικής καταγωγής. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως βιβλιοδέτης και συνέχισε τη δραστηριότητά του αυτή και μετά την άφιξή του στην Αμβέρσα, το 1549. Από το 1555, οπότε άρχισε… … Dictionary of Greek
σταχωτής — ο βιβλιοδέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)